- μηχανοποίημα
- μηχᾰνο-ποίημα, ατος, τό,A mechanical construction, Sallust.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηχανοποίημα — μηχανοποίημα, τὸ (Α) [μηχανοποιώ] μηχανικό κατασκεύασμα, μηχανή … Dictionary of Greek
μηχανοποιήμασι — μηχανοποίημα mechanical construction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)